- ιπποπαραγωγή
- η1) коневодство; 2) конское поголовье; 3) годовой приплод лошадей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιπποπαραγωγή — ή 1. ο τρόπος αναπαραγωγής ίππων 2. ο αριθμός τών ίππων κάθε χώρας σε ορισμένη στιγμή, καθώς και ο αριθμός τών πώλων που γεννιούνται κάθε χρόνο … Dictionary of Greek
ιπποπαραγωγή — η παραγωγή ίππων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιπποτρόφος — ο 1. αυτός που συντηρεί ίππους και καταγίνεται με την αναπαραγωγή τους. 2. (για τόπους) αυτός που έχει άφθονους ίππους, που καλλιεργεί την ιπποπαραγωγή: Η Θεσσαλία είναι ιπποτρόφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)